- λίκνισμα
- το [λικνίζω]1. παλινδρομική κίνηση τής κούνιας τού μωρού, το κούνημα τής κούνιας2. κάθε ρυθμική παλινδρομική κίνηση, αιώρηση, ταλάντωση, κούνημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λίκνισμα — το, ατος το κούνημα, η ταλάντωση: Το λίκνισμα του κορμιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κίνημα — τὸ (ΑΜ κίνημα, Μ και κίνημαν) [κινώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κινώ, η κίνηση 2. σκίρτημα, ερεθισμός, διέγερση (α. «σαν τα κινήματα τής φαντασίας που ζωγραφίζουνε την ευτυχία», Σολωμ. β. «τὰ μὲν γὰρ τοῡ νοὸς κινήματα»., Σαθ. γ.… … Dictionary of Greek
κούνημα — το [κουνώ] 1. λίκνισμα, σάλεμα 2. αιώρηση, ταλάντευση 3. τράνταγμα, κλονισμός 4. νεύμα 5. στον πληθ. τα κουνήματα θηλυπρεπείς κινήσεις, ακκισμοί, καμώματα, νάζια … Dictionary of Greek
σάλευμα — το, ΝΑ, και σάλεμα Ν [σαλεύω] 1. μικρή μετακίνηση, μετατόπιση 2. απώλεια τής ισορροπίας ενός πράγματος από φυσικά ή τεχνητά αίτια, ταλάντευση, λίκνισμα νεοελλ. μτφ. απώλεια τού λογικού ειρμού τών σκέψεων, παραφροσύνη, τρέλα αρχ. ασταθής κίνηση,… … Dictionary of Greek
σείσμα — το / σεῑσμα, ΝΜΑ, και σεῑσμαν Μ [σείω] η σείση νεοελλ. μσν. λίκνισμα, κούνημα τού σώματος κατά το βάδισμα («στο σείσμα και στο λύγισμα», Ερωτόκρ.) αρχ. συν. στον πληθ. τὰ σείσματα ψευδής κατηγορία για εκβιασμό … Dictionary of Greek
τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… … Dictionary of Greek
ταλάντευση — η 1. το να ταλαντεύει κανείς κάτι ή το να ταλαντεύεται κάτι, λίκνισμα, κούνημα. 2. αμφίρροπη στάση, αβεβαιότητα, αμφιβολία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)